- χουχουλιέμαι
- και χοχολιέμαι Ν1. παραπονούμαι, κλαψουρίζω2. ζεσταίνομαι με χουχούλιασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Ονοματοποιημένη λ. (πρβλ. χουχουλιάζω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χουχουλιέμαι — 1. ζεσταίνομαι με την αναπνοή μου. 2. κλαίγομαι, αναστενάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χοχολιέμαι — Ν βλ. χουχουλιέμαι … Dictionary of Greek